πικρός

πικρός
πικρός, ά, όν, poet. also ός, όν Od.4.406 :—prop.
A pointed, sharp, keen,

ὀϊστός Il.4.118

, al.;

βέλεμνα 22.206

;

γλωχίς S.Tr.681

: metaph.,

γλώσσης πικροῖς κέντροισι E.HF1288

.
II generally, sharp to the sense:
1 of taste, pungent,

ῥίζα Il.11.846

;

ἅλμη Od.5.323

; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52
, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ π. Pl.Lg.705a; πριγλία π. PCair.Zen.82.8 (iii B.C.);

ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag.970

; ὑγρότης π., opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406;

πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59

. (This sense prevails in the derived and compd. words.)
2 of feeling, sharp, keen,

ὠδῖνες Il.11.271

, S.Tr.41.
3 of sound, piercing, shrill,

οἰμωγά Id.Ph.189

(lyr.);

φθόγγος Id.OC1610

; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph.883, Tr.1227 (lyr.);

πικροτάτη ὄψ Ar.Pax805

(lyr.).
III metaph.,
1 of things, bitter, esp. of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av.1045, Th.883 (lyr.), E.Med.399, IA955, Ba.357, Cyc.589;

π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph.355

;

τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48

, cf. A.Ag.745 (lyr.) ; τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers.473, S.Aj.1239 ; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag.198 (lyr.) ;

πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875

(lyr.);

λόγοι E.Hel.481

;

πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec.772

;

τὸ δὴ λεγόμενον γλυκὺ πικρῷ μεμειγμένον Pl.Phlb.46c

;

ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795

: c. inf.,

μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26

.
2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 ([comp] Comp.) ;

γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5

, cf. Thgn.301
, A.Ch.234, Eu.152 (lyr.), etc. ;

ἔς τινας Hdt.1.123

: abs., A.Pr.739, Th940(lyr.); π. θεοῖς hateful to them, S.Ph.254;

π. πολίταις E.Med.224

, cf. Supp.1222 ; ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς his death is matter of sorrow to me, S.Aj.966 ; δαίμων π., of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338.
3 embittered, angry,

πικρὰ ὄρνις S.Ant.423

.
4 relentless,

οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης Antipho 2.2.4

; spiteful, mean, vindictive,

βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108

;

π. καὶ συκοφάντης Id.25.45

, cf. Arist.Rh.1368b21, EN1126a19 : in Com. of old men,

σκυθρός, π., φειδωλός Men.10

, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. -ρῶς pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f.
IV Adv. -ρῶς harshly, bitterly, vindictively, A.Pr.197, S.OC990 ;

π. ἐξετάσαι D.2.27

, 18.265 ; π. ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10 ;

π. φέρειν τι E.Ion610

, cf. Andr.190;

ἔκλαυσε π. Ev.Matt.26.75

: [comp] Comp.

-ότερον Men.Mon.659

, etc.: [comp] Sup.

-ότατα Plb.1.72.3

. [[pron. full] in Hom. and [dialect] Ep.; [pron. full] freq. in Trag., as A.Pers.473, Ag.970, S.Aj.500, E. Hec.772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πικρός — pointed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει πικρή γεύση: Πολλά αγγούρια είναι πικρά. 2. μτφ., λυπηρός, δυσάρεστος, πειραχτικός: Η αλήθεια είναι πικρή, μα πρέπει να λέγεται. – Μου μίλησε πικρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρότερον — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp sg πικρός pointed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτάτων — πικρός pointed fem gen superl pl πικρός pointed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέραις — πικρός pointed fem dat comp pl πικροτέρᾱͅς , πικρός pointed fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρων — πικρός pointed fem gen comp pl πικρός pointed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρως — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρόν — πικρός pointed masc acc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”